- Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί
- Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του Μετς (πέθανε κατά το πρώτο μισό του 7ου αι.) και ο Πεπίνος ο Παλαιός, ο επονομαζόμενος του Λάντεν, μαϊορδόμος (αυλάρχης) του μεροβιγγειανού βασιλιά Κλοθαρίου Β’, που πέθανε το 652.
Ο πρώτος βασιλιάς της οικογένειας, τον οποίο εξέλεξαν οι μεγάλοι φεουδάρχες με τη ρητή συγκατάθεση του πάπα Ζαχαρία, ήταν ο Πεπίνος ο Βραχύς, ο οποίος διαδέχθηκε (752) τον τελευταίο μεροβιγγειανό βασιλιά Χιλδέριχο Γ’. Κύριος εκπρόσωπος της δυναστείας ήταν ο Καρλομάγνος (βλ. λ.), γιος του Πεπίνου του Βραχύ και της Βέρθας. Ωστόσο η δυναστεία είχε ήδη αποκτήσει σημαντική ισχύ με τον παππού και τον πατέρα του βασιλιά Πεπίνου, τον Πεπίνο Β’ του Εριστάλ και τον Κάρολο Μαρτέλο, που υπήρξαν μαϊορδόμοι των δύο τμημάτων της Νευστρίας και της Αυστρασίας, στα οποία ήταν χωρισμένο το βασίλειο των Μεροβιγγείων. Από τους γιους του Καρλομάγνου, ο Κάρολος δεν είχε αρσενικούς απογόνους· ο Πεπίνος είχε μόνο έναν γιο, τον Βερ
νάρδο, ο οποίος δεν άφησε απογόνους, ενώ ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής είχε τέσσερις γιους, τρεις από την πρώτη σύζυγό του Ερμενγάρδη (Λοθάριο Α’, Πεπίνο, Λουδοβίκο τον Γερμανικό) και έναν από τη δεύτερη σύζυγό του Ιουδίθ της Βαυαρίας (τον Κάρολο τον Φαλακρό). Κληρονόμος όλων των κτήσεων του Καρλομάγνου, ο Λουδοβίκος προέβη σε δύο διανομές του κράτους του, αρχικά το 817, οπότε τις διένειμε στους τρεις πρώτους γιους του και για δεύτερη φορά το 823, οπότε περιέλαβε στους κατόχους των κτήσεων και τον τέταρτο γιο του. Η εμμονή του Λουδοβίκου του Ευσεβή να ευνοήσει τον υστερότοκο γιο του Κάρολο τον Φαλακρό προκάλεσε πολλούς αιματηρούς οικογενειακούς πολέμους, που στοίχισαν στον ηγεμόνα τις πιο σκληρές ταπεινώσεις και τελείωσαν μόνο μετά τον θάνατό του, με τη συνθήκη του Βερντέν (843). Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, στις διατάξεις της οποίας διακρίνεται μια πρώτη απόπειρα χωρισμού της Ευρώπης σε έθνη, ο Λοθάριος πήρε, μαζί με τον τίτλο του αυτοκράτορα, την Ιταλία, την Προβηγκία και μια μεγάλη ζώνη Α και Δ του Ρήνου, που ονομάστηκε αργότερα Λοθαριγγία, ο Κάρολος ο Φαλακρός πήρε τη Γαλλία και ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός τη Γερμανία. Μετά τον θάνατο του Λοθάριου και του γιου και διαδόχου του, Λουδοβίκου Β’, η αυτοκρατορική κληρονομιά περιήλθε, χάρη στην εύνοια του πάπα Ιωάννη Η’, στον Κάρολο Β’ τον Φαλακρό (875-877), το όνομα του οποίου συνδέεται με το διάταγμα του Κιερσί, τον νόμο που διασφάλισε την κληρονομικότητα των μεγάλων φέουδων. Στη σύντομη βασιλεία του ο Κάρολος Β’ ο Φαλακρός συγκρούστηκε με τους ανιψιούς του Καρλομάνο και Κάρολο τον Παχύ, γιους του Λουδοβίκου του Γερμανικού. Μετά την εξουδετέρωση των ανταγωνιστών του ο Κάρολος ο Παχύς κατάφερε (881) να ενώσει σχεδόν για τελευταία φορά όλες τις κτήσεις που ανήκαν στον Καρλομάγνο και να αναγνωριστεί αυτοκράτορας από τον πάπα Ιωάννη Η’, ο οποίος ωστόσο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε αντίπαλός του. Τελικά όμως εκθρονίστηκε, εξαιτίας της ανικανότητάς του σύμφωνα με την απόφαση των μεγάλων φεουδαρχών στη Δίαιτα του Τριμπούρ (887). Έτσι, ο Κάρολος Γ’ ο Παχύς ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας των Κ.
Αν ο Καρλομάγνος υπήρξε ιδρυτής μιας αυτοκρατορίας που προσπαθούσε να πραγματοποιήσει τη ρωμαιοχριστιανική ενότητα της Ευρώπης, οι διάδοχοί του ακολούθησαν την αντίθετη κατεύθυνση και προκάλεσαν την οριστική διάσπαση αυτής της ενότητας, που έμεινε μόνο ως ιδανικό καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Μετά την καθαίρεση του Καρόλου Γ’ του Παχύ, ένας κλάδος της δυναστείας των Κ. βασίλευσε στη Γαλλία από το 893 έως το 987 (Κάρολος ο Απλός, Λουδοβίκος ο Υπερπόντιος, Λοθάριος, Λουδοβίκος ο Αμαθής, απόγονοι του Καρόλου Ε’ του Φαλακρού) και ένας άλλος κλάδος βασίλευσε στη Γερμανία από το 887 έως το 911 (Αρνούλφος της Καρινθίας και Λουδοβίκος ο Παις, απόγονοι του Λουδοβίκου του Γερμανικού). Με τις πριγκίπισσές της η καρολιγγειανή δυναστεία συνδέθηκε αργότερα με πολλές μεγάλες φεουδαρχικές οικογένειες της Γερμανίας (Φραγκονία, Σαξονία), της Γαλλίας (Βουργουνδία, Προβηγκία) και της Ιταλίας (Τοσκάνη, Σπολέτο, Φρίουλι, Ιβρέα).
Στο σύνολό τους οι Κ. εμφανίζονται ως πολεμική δυναστεία και αν μετά τα μεγάλα κατορθώματα του Καρλομάγνου δεν κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην Ευρώπη, αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα της ανικανότητάς τους αλλά κυρίως της καταστρεπτικής ισχύος των φεουδαρχικών εκείνων θεσμών στην επικράτηση των οποίων είχαν βοηθήσει οι ίδιοι. Η παπική συγκατάθεση που ζήτησε ο Πεπίνος ο Βραχύς για την εκλογή του ήταν επίσης μια καθοριστική ιστορική πράξη, γιατί προσέδιδε στη βασιλική εξουσία, τη δική του και των διαδόχων του, διπλή προέλευση: τη γήινη και τη θεία. Τέλος, οι καρολιγγειανές διατάξεις που σώζονται μαρτυρούν τη νομοθετική δραστηριότητα της δυναστείας, δραστηριότητα που δεν περιοριζόταν στα μεγάλα προβλήματα της αυτοκρατορίας αλλά αντιμετώπιζε και τις μικρότερες λεπτομέρειες της κοινής ζωής με καταφανή την πρόθεση να διαμορφώσει μια πρότυπη οργανωμένη κοινωνία. Βλ. λ. Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία· Γαλλία (Ιστορία)· Γερμανία (Ιστορία).
καρολίγγειος κύκλος. Λογοτεχνικό σύνολο ποιημάτων, μυθιστορημάτων και αφηγημάτων, τα οποία, με αφετηρία το ιστορικό πρόσωπο του Καρλομάγνου (742-814), των συμπολεμιστών και των εχθρών του, δημιούργησαν ισάριθμα μυθικά πρόσωπα, πρωταγωνιστές φανταστικών περιπετειών. Η υπεράσπιση του χριστιανικού πολιτισμού εναντίον της μουσουλμανικής επέκτασης, η οποία, από την Αφρική και ύστερα από την Ισπανία, απείλησε την Ευρώπη του 8ου αι., αποτέλεσε τον πυρήνα του καρολίγγειου κύκλου· οι αναμνήσεις από τη σύγκρουση αυτή των δύο κόσμων μεταπλάστηκαν και αναζωογονήθηκαν μεταξύ 11ου-13ου αι., όταν η Ευρώπη πέρασε στην επίθεση με τις Σταυροφορίες. Στα ιστορικά πρόσωπα (βασιλιάς Κάρολος και Ρολάνδος ή Ορλάνδος, κόμης της Βρετάνης) προστίθενται και άλλα φανταστικά, στα οποία επίσης αποδίδονται πράξεις ηρωικές και θαυμαστές περιπέτειες.
Πηγή αυτών των θρυλικών αφηγήσεων πρέπει να θεωρηθούν όχι τόσο οι ιστορίες γύρω από τον Κάρολο τον Μεγάλο (Καρλομάγνο) που υπήρχαν ήδη τον 9o αι., όπως η Ζωή του Καρόλου του Μεγάλου του Εγινάρδου (777-840) και το Περί των κατορθωμάτων του Καρόλου του Μεγάλου του 887, αλλά και το Άσμα του Ρολάνδου (1120-28), έργο που δημιούργησε όχι μόνο ένα λογοτεχνικό είδος αλλά αποτέλεσε επίσης αξιόλογο υλικό για το είδος αυτό. Διάφορα έργα κληρικών στα λατινικά και τα τραγούδια των αυλικών ποιητών και των πλανόδιων τραγουδιστών διέδωσαν παντού και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα τις διηγήσεις του καρολίγγειου κύκλου, με μορφή επικών τραγουδιών, μυθιστορημάτων και λαϊκών διηγημάτων, ακόμα και έξω από τα σύνορα της Γαλλίας. Το υλικό του κύκλου αυτού περιλαμβάνει τα κατορθώματα που αποδίδονται στον Καρλομάγνο και στους ιππότες του· από αυτούς, ο Ρολάνδος γίνεται, με τη σειρά του, ο κεντρικός ήρωας ενός ιδιαίτερου κύκλου, στον οποίο η μορφή του βασιλιά των Φράγκων παραμερίζεται και συχνά μάλιστα παρουσιάζεται ελαφρώς γελοιογραφημένη. Η κυριότερη περιπέτεια αυτού του κύκλου είναι εκείνη που έχει τραγική κατάληξη, αφού σκοτώνεται ο Ρολάνδος στο Ρονσιβάλ· επίσης γίνεται αναφορά και στους γονείς του βασιλιά Καρόλου, Πεπίνο και Βέρθα («η Βέρθα με τα μεγάλα πόδια») και εξυμνούνται οι περιπέτειες του Καρλομάγνου στη Γαλλία, στην Ιταλία και στους Ιερούς τόπους (Προσκύνημα του Καρόλου του Μεγάλου). Δευτερεύοντες και ιδιαίτερους κύκλους αποτελούν τα έπη μεμονωμένων ή ανυπότακτων στον βασιλιά ιπποτών (Doon de Mayence, Ogier le Danois, Renaut de Montauban).
καρολίγγεια τέχνη. Τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε κατά τη βασιλεία του Καρλομάγνου (768-814), μέχρι τα τέλη του 9ου αι. Ο αυτοκράτορας, προστατεύοντας τις τέχνες, κατάφερε να αναζωογονήσει την εξαντλημένη τέχνη της δυτικής Ευρώπης εκείνης της εποχής. Ελάχιστα αρχιτεκτονικά μνημεία της περιόδου αυτής έχουν σωθεί. Η μορφή τους είναι γνωστή από παλιά σχέδια και χαλκογραφίες, κυρίως όμως από τα ανασκαφικά ευρήματα που επέτρεψαν την αναπαράσταση –τουλάχιστον– της κάτοψης ορισμένων κτιρίων. Οι σημαντικότερες κατασκευές της εποχής του Καρλομάγνου έχουν μορφή βασιλικής και είναι είτε τρίκλιτες με εγκάρσιο κλίτος, όπως η βασιλική του Σεν Ντενί στο Παρίσι (ανοικοδομήθηκε τον 12ο αι. σε γοτθικό ρυθμό) είτε βασιλικές με δίκογχο κεντρικό κλίτος, όπως το καθολικό της μονής του Ζανκτ Γκάλεν στην Ελβετία (το σχέδιό του είναι γνωστό από μια περγαμηνή του 835 μ.Χ.), εμπνευσμένες από παλαιοχριστιανικά πρότυπα. Τα κτίρια αυτά δεν αποτελούν επαναληπτικά μοτίβα αλλά νέες επεξεργασίες των παλαιών σχεδίων, ενώ ταυτόχρονα εισάγουν πρωτότυπα στοιχεία, όπως επέκταση του εγκάρσιου κλίτους έξω από το γενικό περίγραμμα των ναών, ανάπτυξη των κρυπτών (κυκλικές, με στοά ή περιφερειακό διάδρομο και θολωτές στέγες) και κυρίως διαμόρφωση της πρόσοψης που πλαισιώνεται από δύο βαθμιδωτούς πύργους, όπως στο καθολικό της μονής των Βενεδικτίνων τον Κόρβεϊ κοντά στο Χέξτερ της Βεστφαλίας.
Σημαντική είναι και η ομάδα των περίκεντρων κτιρίων με σταυροθόλια ανατολικής προέλευσης: το κυριότερο από αυτά είναι το ανακτορικό παρεκκλήσιο του Άαχεν (διασώθηκε σχεδόν ανέπαφο), οκταγωνικό οικοδόμημα που στεγάζεται με κυλινδρικούς θόλους και με διώροφο περιφερειακό κλίτος.
Από τις τοιχογραφίες της εποχής, που παράλληλα με τα θρησκευτικά απεικόνιζαν και κοσμικά θέματα, σώζονται ελάχιστα αλλά υψηλής τέχνης δείγματα στον Άγιο Γερμανό της Οξέρ και στην κρύπτη του Αγίου Μάξιμου των Τρεβήρων. Σχεδόν ανέπαφη παραμένει η διακόσμηση του Αγίου Ιωάννη στο Μίνστερ. Το μοναδικό ψηφιδωτό της καρολίγγειας περιόδου, με υπολείμματα αυθεντικών στοιχείων, διασώθηκε στη μικρή αψίδα του ναού του Ζερμινί-ντε-Πρε στη Γαλλία που έχτισε ο Θεόδουλφος της Ορλεάνης, ένας από τους συμβούλους του Καρλομάγνου. Η μνημειακή γλυπτική, από την οποία ελάχιστα λείψανα απομένουν, ήταν περιορισμένη στις διακοσμητικές ζώνες και στα πέτρινα κιονόκρανα κλασικής έμπνευσης.
Αρκετά αξιόλογη ήταν η γύψινη διακόσμηση των εκκλησιαστικών αντικειμένων. Η εποχή έχει να επιδείξει αριστουργήματα χαλκοτεχνίας, από τα οποία τα κυριότερα σωζόμενα δείγματα είναι οι τέσσερις θύρες της μητρόπολης του Άαχεν. Αλλά τα σπουδαιότερα τεκμήρια της καρολίγγειας τέχνης, για τον πλούτο και την ποιότητά τους, είναι οι μικρογραφίες, τα ελεφαντοστά και τα είδη χρυσοχοϊκής. Στα έργα αυτά διακρίνεται η ιδιοτυπία των διαφόρων σχολών, οι οποίες, παρά τη βασική ενότητα έμπνευσης με κύριο αντικείμενο την απαλλαγή από τις αφηρημένες γραμμικές τάσεις του Βορρά και την επαναφορά της ανθρώπινης μορφής, διαρθρώνονται –η καθεμία με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της– σε μια πρωτότυπη και ζωντανή ερμηνεία των κλασικών προτύπων που αντανακλώνται μέσα από τις διαδεδομένες εκφράσεις της βυζαντινής τέχνης.
«Ο Ρολάνδος στο Ρονσιβάλ», από τον καρολίγγειο κύκλο, στα βιτρό του καθεδρικού ναού της Σαρτρ (13ος αι.).
Η καρολίγγεια τέχνη, μολονότι εμπνευσμένη από την παλαιοχριστιανική, υιοθέτησε εντελώς πρωτότυπα στοιχεία, έδωσε νέα πνοή στην αρχιτεκτονική και στην πλαστική, και διακρίθηκε ιδιαίτερα στις ελάσσονες τέχνες. Στη φωτογραφία, το έργο «Η πηγή της ζωής», μικρογραφία από το Ευαγγελιστάριο του Οδελάσκου του 8ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Λεπτομέρεια της Αγίας Τράπεζας, αντιπροσωπευτικό έργο της καρολίγγειας τέχνης (Βασιλική του Αγίου Αμβροσίου, Μιλάνο).
Dictionary of Greek. 2013.